κοπτορράπτης

κοπτορράπτης
ο, θηλ. κοπτορράπτρια και κοπτορραπτού
1. άτομο που έχει ως επάγγελμα το κόψιμο υφασμάτων για ράψιμο ενδυμάτων
2. ο ράπτης
3. είδος ραπτομηχανής βιομηχανικής χρήσης που είναι εξοπλισμένη με μηχανικό ψαλίδι για την κοπή και ταυτόχρονη επανωρραφή τής παρυφής υφασμάτων, η οποία, έτσι, προστατεύεται από το ξέφτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτης + ράπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”